Αρθρο της Αναστ. Καρατζά απο την εφημερίδα ΧΙΑΚΟΣ ΛΑΟΣ δημοσιευμένο στις 12-10-2020
Την Τετάρτη 07 Οκτωβρίου το Τριμελές Εφετείο Κακουργημάτων ανακοίνωσε μία ιστορική για τη σύγχρονη Ελλάδα απόφαση ποινικού Δικαστηρίου, αναγνωρίζοντας την ενοχή των κατηγορουμένων μελών της Χρυσής Αυγής, α) για τη δολοφονία του Παύλου Φύσσα, β) για την απόπειρα ανθρωποκτονίας στους Αιγύπτιους αλιεργάτες, γ) για την επίθεση σε μέλη του ΠΑΜΕ και δ) για συγκρότηση, διεύθυνση και συμμετοχή σε εγκληματική οργάνωση. Επτά πολιτικά στελέχη της Χρυσής Αυγής καταδικάστηκαν για διεύθυνση εγκληματικής οργάνωσης και έντεκα για ένταξη και συμμετοχή σε αυτή.
Μέρες πριν την ανακοίνωση της απόφασης του Δικαστηρίου, εκατοντάδες Έλληνες πολίτες συμμετείχαν σε μια αλυσίδα δημόσιας έκφρασης, δηλώνοντας την άποψή τους ότι τα μέλη της Χρυσής Αυγής δεν είναι αθώοι, με αποκορύφωμα την ημέρα έκδοσης της απόφασης επί της ενοχής των κατηγορουμένων, όπου πλημμύρισαν οι δρόμοι της Αθήνας από τα συγκεντρωμένα πλήθη Ελλήνων πολιτών, που ήθελαν να εκφράσουν την απερίφραστη εναντίωσή τους στη μέχρι σήμερα δράση της Χρυσής Αυγής. Και ως τέτοια θέλω να εκλαμβάνω και επικροτώ τη συγκέντρωση των Ελλήνων στους δρόμους της Αθήνας αναμένοντας τη δικαστική απόφαση, ως πολιτική και κοινωνική κίνηση. Ως προς τις αμφιβολίες για το θεμιτό της επίδρασης αυτής της δημόσιας έκφρασης στην ανεξάρτητη και αμερόληπτη κρίση της Δικαιοσύνης, η αθωωτική εισαγγελική πρόταση διέλυσε κάθε σχετική υπόνοια «αθέμιτης πίεσης» από τον ελληνικό λαό, γεγονός που αναδεικνύει την ευσυνειδησία της Εισαγγελέως της έδρας και την απαρέγκλιτη συνέπεια προς την άσκηση των καθηκόντων της σε αυτή την ιστορική στιγμή. Πέραν τούτου, είναι εντελώς διαφορετικό, πλήθος πολιτών, να εκφράζονται ατομικά ως ελεύθεροι πολίτες στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης και να συγκεντρώνονται συμβολικά προκειμένου να εκφράσουν την άποψή τους δημόσια και εντελώς διαφορετικό να σημειώνεται παρέμβαση στους ασκούντες το λειτούργημά τους Δικαστές από συγκεκριμένα πρόσωπα με κοινωνική και πολιτική θέση ικανή και κατάλληλη, να επηρεάσει τον τρόπο άσκησης των καθηκόντων τους. Δεν μπορεί σε καμία περίπτωση να συγκριθεί το ανεπίτρεπτο της περίπτωσης αυτής, με την πηγαία έκφραση της αποδοκιμασίας των πολιτών, που με αποκλειστικό και μοναδικό τους όπλο το πλήθος τους, μετέφεραν επάξια το μήνυμα προς όλες τις κατευθύνσεις, ότι για τα όσα κατηγορείται η Χρυσή Αυγή, δεν έχει κανένα έρεισμα να αξιώνει «νομιμοποίηση» από τον ελληνικό λαό, διότι σήμερα, που δικάζεται, ο λαός έχει ξεχυθεί στους δρόμους και την αποδοκιμάζει. Αυτή είναι η λαϊκή κυριαρχία, που με ευλάβεια τυποποιούμε στο πρώτο άρθρο του Συντάγματος, ως θεμέλιο του πολιτεύματός μας. Όλες οι εξουσίες πηγάζουν από το Λαό και η δικαιοσύνη ασκείται στο όνομα του Ελληνικού Λαού.
Άλλο θέμα, βεβαίως είναι, ότι ο λαός οφείλει να σεβαστεί την εφαρμογή των βασικών αρχών του ποινικού δικαίου – κατά τον τρόπο που ο κάθε πολίτης θα ήθελε να τύχουν εφαρμογής και στη δική του περίπτωση – και να κατανοήσει ότι η τυποποίηση του ποινικού φαινομένου αποτελεί ασφαλιστική δικλείδα για όλους ανεξαιρέτως. Αν το Δικαστήριο κρίνει ότι δεν πληρούνται όλοι οι όροι που τυποποιούνται στο γράμμα του νόμου, δεν έχει τελεστεί το αδίκημα. Μάλιστα, είναι σημαντικό ότι τον Ιούλιο του 2019 κατά την εκπνοή της απερχόμενης κυβέρνησης τέθηκε σε ισχύ ο νέος Ποινικός Κώδικας που τροποποιούσε μεταξύ άλλων και τις διατάξεις που εφαρμόστηκαν στη δίκη της Χρυσής Αυγής, παρά τις επιφυλάξεις πολλών πολιτικών και νομικών, ότι δεν ενδείκνυται να τίθεται σε ισχύ ένας νέος Ποινικός Κώδικας μία εβδομάδα πριν τις βουλευτικές εκλογές και ότι ένα τέτοιο εγχείρημα απαιτεί περισσότερο χρόνο. Αξιοσημείωτο είναι ότι ο διατελέσας Υπουργός Δικαιοσύνης Σ. Κοντονής, επί υπουργίας του οποίου ψηφίστηκε ο νέος Ποινικός Κώδικας, με αφορμή τη δίκη της Χρυσής Αυγής σχολίασε δημόσια, ότι εντοπίζει προβληματικά σημεία στον νέο κώδικα και ότι εξαρχής τα είχε επισημάνει, όπως τη μη δυνατότητα επιβολής της στέρησης των πολιτικών δικαιωμάτων στους καταδικασθέντες της Χρυσής Αυγής και την ισότιμη μεταχείριση εκείνου που συγκροτεί με εκείνον που εντάσσεται στην οργάνωση. Να σημειωθεί ότι ακόμη και αν τροποποιηθεί ο Ποινικός Κώδικας μέχρι την εκδίκαση της υπόθεσης στο Εφετείο, στέρηση των πολιτικών δικαιωμάτων δεν θα μπορεί να επιβληθεί στους κατηγορούμενους αυτής της δίκης γιατί αυτό θα αποτελεί ανεπίτρεπτη αναδρομική ισχύς αυστηρότερου νόμου και χειροτέρευση της θέσης του κατηγορουμένου.
Έτσι λοιπόν, σύμφωνα με το ισχύον άρθρο 187 παρ. 1 Π.Κ. « Όποιος συγκροτεί ή εντάσσεται ως μέλος σε επιχειρησιακά δομημένη και με διαρκή εγκληματική δράση οργάνωση τριών ή περισσότερων προσώπων, που επιδιώκει την τέλεση περισσότερων κακουργημάτων τιμωρείται με κάθειρξη έως δέκα έτη και χρηματική ποινή. »
Εδώ έχουν επέλθει κάποιες πολύ σημαντικές τροποποιήσεις : α) εισαγωγή του όρου επιχειρησιακά δομημένη ενώ η προηγούμενη διατύπωση έλεγε απλά δομημένη. Ως επιχειρησιακή νοείται η δομή ομάδας της οποίας τα μέλη αναλαμβάνουν διακριτούς και αλληλοϋποστηριζόμενους ή αυτοτελείς ρόλους, ή διακριτούς και συνδυασμένους ή ανεξάρτητους στόχους, με σκοπό να αυξήσουν την αποτελεσματικότητά τους είτε ατομικά είτε στο πλαίσιο της συλλογικής τους δράσης, ανεξαρτήτως της γνώσης εκάστου για τα συγκεκριμένα καθήκοντα των άλλων ή και για το συγκεκριμένο σε κάθε περίπτωση στόχο της οργάνωσης. Με τον όρο αυτό αποδίδεται επίσης, ο πραγματοπαγής χαρακτήρας της οργάνωσης, που αποτελεί το πιο ουσιαστικό διαφοροποιητικό στοιχείο από τις ομάδες με προσωποπαγή δομή, η επικινδυνότητα των οποίων είναι σαφώς μειωμένη, όπως και η εμβέλεια της εγκληματικής τους δράσης. (βλ. Ο Νέος Ποινικός Κώδικας, Αριστοτέλης Χαραλαμπάκης, Νομική Βιβλιοθήκη 2019) β) διαρκή εγκληματική δράση και όχι απλά διαρκή δράση. Θα πρέπει δηλαδή να έχουν αποδεδειγμένα τελέσει εγκλήματα σε βάθος χρόνου ως οργάνωση και όχι μεμονωμένα τα μέλη της. γ) Αρκεί η επιδίωξη οποιωνδήποτε κακουργημάτων και όχι συγκεκριμένων, όπως προσδιοριζόταν στην παλιά διατύπωση.
Περαιτέρω, ακόμη και με τον παλιό ποινικό κώδικα, με βάση τον οποίο έχει εκδοθεί η μέχρι σήμερα νομολογία, η εγκληματική οργάνωση διακρίνεται από την έννοια της συμμορίας, με βάση τρία κριτήρια, ένα ποιοτικό (δομημένη ομάδα), ένα ποσοτικό (τρία ή περισσότερα πρόσωπα) και ένα χρονικό (διάρκεια δράσης). Συγκρότηση της εγκληματικής οργάνωσης είναι η καθοδηγητική και κατευθυντήρια συμβολή στη δημιουργία της. Μέλος της οργάνωσης αυτής είναι εκείνος, που είτε συμμετέχει στην ίδρυση της είτε εντάσσεται εκ των υστέρων σ` αυτήν και υποτάσσει τη βούλησή του στην οργάνωση, χωρίς να είναι αναγκαία και η προσωπική συμμετοχή του στις κατ` ιδίαν πράξεις της οργάνωσης. Δομημένη ομάδα είναι εκείνη που δεν σχηματίζεται περιστασιακά για τη διάπραξη ενός εγκλήματος, αλλά συγκροτείται για να έχει διαρκή δράση, χαρακτηριζόμενη από εσωτερική διάρθρωση και ιεραρχική δομή, ενώ υποκειμενικώς απαιτείται δόλος κάθε μέλους να θέλει την ένταξή του στην εγκληματική οργάνωση, ήτοι απαιτείται κάθε μέλος να έχει ως σκοπό τη διάπραξη περισσοτέρων από ένα κακουργημάτων, που αναφέρονται στη διάταξη της παρ. 1 (έγκλημα υπερχειλούς υποκειμενικής υπόστασης), ο ειδικός δε αυτός δόλος νοείται συνολικός (ενιαίος), δηλαδή τα μέλη να έχουν προαποφασίσει, ήδη, κατά την ίδρυση της οργάνωσης, ή την ένταξή τους σε αυτή, ότι η δράση τους θα εκδηλωθεί σε βάθος χρόνου με την τέλεση περισσοτέρων κακουργημάτων και χωρίς να έχουν καταστρωθεί οι λεπτομέρειες κ.λπ. των εγκλημάτων τούτων.
Όπως γίνεται αντιληπτό, δεν είναι καθόλου απλό για το Δικαστήριο να αναγνωρίσει ότι πληρούνται οι ανωτέρω περιγραφέντες όροι του νόμου, για την ποινική καταδίκη κάποιου για συγκρότηση ή συμμετοχή σε εγκληματική οργάνωση, το δε τεκμήριο αθωώτητας επιβάλλει, σε περίπτωση αμφιβολίας για τη συνδρομή έστω και ενός στοιχείου της πράξης όπως αναλύθηκε ανωτέρω, την απαλλαγή του κατηγορουμένου λόγω αμφιβολιών. Ενόψει των ανωτέρω, η Εισαγγελέας της έδρας, εφόσον δεν πείστηκε ότι πληρούνται οι ανωτέρω όροι του νόμου, εκπλήρωσε το καθήκον της, το οποίο επιτάσσει όταν διαπιστώνει ότι δεν έχει τελεστεί ένα αδίκημα όπως αυτό τυποποιείται στο νόμο, να προτείνει την αθώωση του κατηγορουμένου.
Τέλος, δεν μπορώ να μη σημειώσω, ότι στον Ποινικό Κώδικα προβλέπονται και ευνοϊκά μέτρα, για όσους επιλέξουν να συνεργαστούν με τις αρχές με το να συμβάλουν είτε στην πρόληψη κάποιου εγκλήματος, είτε στην εξάρθρωση της οργάνωσης. Ήταν λοιπόν επιλογή των κατηγορουμένων, μέχρι τέλους να μην εκφράσουν κανενός είδους έμπρακτη μετάνοια, καμία έμπρακτη ηθική μεταστροφή.
Είναι γεγονός, ότι στο άκουσμα της καταδικαστικής απόφασης η Ελλάδα φωτίστηκε, καθώς αυτό που ήταν ξεκαθαρισμένο στη συνείδηση της ελληνικής κοινωνίας επισφραγίστηκε από την απόφαση της δικαιοσύνης και έτσι κοινωνία και δικαιοσύνη διαδοχικά καταδίκασαν το φαινόμενο της Χρυσής Αυγής. Δεν πρέπει όμως να ξεχάσουμε ποτέ, ότι αυτοί που καταδικάστηκαν το 2020 για τη συμμετοχή τους στην εγκληματική οργάνωση της Χρυσής Αυγής, ιδρυθείσα ήδη από το μακρινό 1980, είναι οι ίδιοι που το 2012 – 2015, τότε που το κράτος δικαίου υποχωρούσε - εξελέγησαν από εμάς τους Έλληνες πολίτες να μας εκπροσωπήσουν στην ελληνική Βουλή. Αν κάτι πρέπει να μάθουμε από αυτό, είναι ότι η ιστορία δεν έχει τελειώσει. Πέρα από το αυτονόητο, ότι θα ακολουθήσει το Εφετείο, η ουσία του πράγματος είναι ότι πάντοτε, στην απουσία του κράτους θα ελλοχεύει ένα σκοτεινό παρακράτος «να λύσει το πρόβλημα» και στην απελπισία του πολίτη, στα μάτια του ανήμπορου και ταπεινωμένου Έλληνα, τα ξεχαρβαλωμένα μας ιδανικά θα βρίσκουν καλοθελητές να ξαποστάσουν.
|